χαλκόγενυν

χαλκόγενυν
χαλκόγενυς
with teeth of bronze
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόγενυς — υ, Α (για άγκυρα) αυτός που έχει χάλκινα άκρα («ἄγκυραν χαλκόγενυν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γένυς «σαγόνι, το άκρο του αγκιστριού» (πρβλ. μακρό γενυς, ὀξύ γενυς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”